φθαρτοδοκητές

φθαρτοδοκητές
οι / φθαρτοδοκηταί, ΝΜ
εκκλ. οπαδοί τού πατριάρχη Αντιοχείας Σεβήρου οι οποίοι πίστευαν ότι το σώμα τού Χριστού πριν από την Ανάσταση υπέκειτο σε όλα τα ανθρώπινα πάθη, γεγονός που τούς έφερε σε αντιπαράθεση με τους αφθαρτοδοκητές, αλλ. φθαρτολάτραι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φθαρτός + -δοκητης (< δοκῶ), πρβλ. αφθαρτο-δοκηταί].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φθαρτολάτρης — ὁ, Μ 1. αυτός που λατρεύει τα φθαρτά πράγματα 2. στον πληθ. οἱ φθαρτολάτραι εκκλ. οι φθαρτοδοκητές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθαρτός + λάτρης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”